λιμός

λιμός
λῑμός, οῦ, ὁ ([dialect] Dor. , acc. to Phryn.164, used by the Megarian in Ar.Ach.743, cf. Herod.2.17, Bion Fr.14.4; Λ. ἔχων γυναικὸς μορφήν Callisth. ap. Ath.10.452b; also h.Cer.311, Call.
A Fr.anon.43, Plb.1.84.9, AP9.89 (Phil.), Ev.Luc.15.14, Act.Ap.11.28):—hunger, famine,

δίψα τε καὶ λ. Il.19.166

;

λιμῷ θανέειν Od.12.342

;

λιμὸν ὁμοῦ καὶ λοιμόν Hes.Op.243

, cf. Th.2.54;

λ. αἰανής Pi.I.1.49

;

λιμῷ συνεστεῶτας Hdt. 7.170

;

σκότῳ λ. ξύνοικος A.Ag.1642

;

δείπνου προφήτην λιμόν Antiph. 217.23

;

ἅπανθ' ὁ λ. γλυκέα πλὴν αὑτοῦ ποιεῖ Id.293

;

ὁ δὲ λ. ἐστιν ἀθανασίας φάρμακον Id.86.6

: prov., ἀπολεῖτε λιμῷ Μηλίῳ, referring to the siege of Melos, Ar.Av.186: metaph.,

ἤδη γὰρ εἶδον . . λιμόν τ' ἐν ἀνδρὸς πλουσίου φρονήματι, γνώμην δὲ μεγάλην ἐν πένητι σώματι E.El. 371

.
II a hungry wretch, Men.Kol.78, Posidipp.26.12, Eust. 1828.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Λιμός — Fr.anon. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

  • λιμός — λῑμός , λιμός Fr.anon. masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμός — ο μεγάλη πείνα από έλλειψη τροφίμων: Σε περιόδους πολέμου πολλοί πεθαίνουν από λιμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πολλῶν ὁ λιμὸς γίγνεται διδάσκαλος. — См. Нужда скачет и пляшет, нужда и песеньки поет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ЛИМОС —    • Λιμός, ο̉ и η̉,          Famеs, олицетворение голода и голодной смерти, которую изображали со впалыми глазами, бледным лицом и взъерошенными волосами. Она считалась дочерью Эриды (Hesiod. theog. 217) и описана Овидием в Ov. met. 8, 798 слл.… …   Реальный словарь классических древностей

  • Λιμοῖο — Λιμός Fr.anon. masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιμοῖς — Λιμός Fr.anon. masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιμοί — Λιμός Fr.anon. masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιμοῦ — Λιμός Fr.anon. masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιμούς — Λιμός Fr.anon. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”